λαθύρι

λαθύρι
το (Μ λαθύριον)
βλ. λαθούρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”